- μεγαλοέργημα
- μεγᾰλο-έργημα, ατος, τό,A great achievement, Id.2.107, 174 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοέργημα — μεγαλοέργημα, τὸ (Α) βλ. μεγαλούργημα … Dictionary of Greek
μεγαλούργημα — το (Α μεγαλούργημα και μεγαλοέργημα) [μεγαλουργώ] σπουδαίο έργο, κατόρθωμα … Dictionary of Greek